παρτιζάνος

παρτιζάνος
ο
1. μαχητής που κατατάσσεται εθελοντικά σε άτακτη στρατιωτική ομάδα και αγωνίζεται για την επίτευξη εθνικού, κοινωνικού, πολιτικού ή στρατιωτικού ιδεώδους
2. (ειδικά) μαχητής τού γιουγκοσλαβικού ανταρτικού απελευθερωτικού στρατού στη διάρκεια τού Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partisan < ιταλ. partigiano < ιταλ. parte «μέρος, μερίδιο» < λατ. pars, partis «μέρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρτιζάνος — ο (λ. γαλλ.), θηλ. παρτιζάνα άταχτος πολεμιστής, επαναστάτης, αντάρτης. Επίθ. παρτιζάνικος, η, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρτιζάνικος — η, ο [παρτιζάνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους παρτιζάνους …   Dictionary of Greek

  • Ιβάνοφ, Βσέβολοντ Βιατσεσλάβοβιτς — (Vsevolod Vyacheslavovich Ivanov, Ίρτις, Σιβηρία 1895 – Μόσχα 1963). Ρώσος συγγραφέας. Ύστερα από μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, κατά την οποία πολέμησε ως ερυθρός παρτιζάνος και άσκησε διάφορα επαγγέλματα, καθιερώθηκε (μετά το 1920) ως ένας από… …   Dictionary of Greek

  • Φενόλιο, Μπέπε — (Fenglio, Άλμπα 1922 – Τορίνο 1963). Ιταλός συγγραφέας. Πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του στη γενέτειρά του, εκτός από το διάστημα που πήρε μέρος στην αντίσταση με τους χωρικούς των Άλπεων. Γύρισε στην πατρίδα του και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”