- παρτιζάνος
- ο1. μαχητής που κατατάσσεται εθελοντικά σε άτακτη στρατιωτική ομάδα και αγωνίζεται για την επίτευξη εθνικού, κοινωνικού, πολιτικού ή στρατιωτικού ιδεώδους2. (ειδικά) μαχητής τού γιουγκοσλαβικού ανταρτικού απελευθερωτικού στρατού στη διάρκεια τού Β' Παγκόσμιου Πολέμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partisan < ιταλ. partigiano < ιταλ. parte «μέρος, μερίδιο» < λατ. pars, partis «μέρος»].
Dictionary of Greek. 2013.